- εκλαϊκευτικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στην εκλαΐκευση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκλαϊκευτικός — ή, ό επίρρ. ά ο κατάλληλος να εκλαϊκεύει (βλ. λ.), που εκλαϊκεύει: Εκλαϊκευτικά βιβλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)